μπαντιέρα

μπαντιέρα
η
(λ. ιταλ.)
1. σημαία.
2. φρ., «Σήκωσε μπαντιέρα», επαναστάτησε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπαντιέρα — και παντιέρα, η (Μ μπαντιέρα και παντιέρα) σημαία, μπαϊράκι, λάβαρο νεοελλ. φρ. α) «σηκώνω μπαντιέρα» επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι β) «ο καθένας έχει τη μπαντιέρα του» ο καθένας ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ο καθένας κάνει αυτό που θέλει.… …   Dictionary of Greek

  • παντιέρα — η βλ. μπαντιέρα …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • bandieră — BANDIÉRĂ, bandiere, s.f. (înv.) Steag, drapel, stindard. ♦ spec. Steag al unei unităţi militare. [pr.: di e ] – Din it. bandiera. Trimis de paula, 16.03.2002. Sursa: DEX 98  BANDIÉRĂ s. v. drapel, pavilion, steag, stindard. Trimis de siveco,… …   Dicționar Român

  • panderă — pandéră ( re), s.f. – Bandieră, pavilion. – var. pandelă. ngr. μπαντιέρα, din it. bandiera. E dubletul lui bandieră. Trimis de blaurb, 04.07.2008. Sursa: DER …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”